- οδωτός
- ὁδωτός, -ή, -όν (Α) [οδώ (II)]1. διαβατός2. αυτός που είναι δυνατόν να γίνει, να πραγματοποιηθεί, ο εφικτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁδωτά — ὁδωτός passable neut nom/voc/acc pl ὁδωτά̱ , ὁδωτός passable fem nom/voc/acc dual ὁδωτά̱ , ὁδωτός passable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδωτή — ὁδωτός passable fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)